μωρότητα
Смотреть что такое "μωρότητα" в других словарях:
μωρότητα — η [μωρός] η ιδιότητα και η κατάσταση τού μωρού, αμβλύτητα τών αισθήσεων και τού νου, μωρία … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek